Greece. Brand New?

Ομιλία του Γιώργου Αναστασιάδη στην ημερίδα "Μια Συνεκτική Αναπτυξιακή Προοπτική της Ελλάδας Απέναντι στην Κρίση" του Ευρωπαϊκού Κέντρου Αριστείας Jean Monnet του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, που έγινε τη Δευτέρα, 2 Ιουλίου 2012

Ελλάδα: Μια ισχυρή χώρα προέλευσης για τα brands

Άρθρο μου από το λεύκωμα Brands4Greece (12/2012)

Μαύρο Χρυσάφι

Κάποιοι Έλληνες καταφέρνουν να παράγουν μαύρο χαβιάρι της υψηλότερης δυνατής ποιότητας

Μια εξαιρετική συνεντευξη της κυρίας Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ

Την συνέντευξη έδωσε η κυρία Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ στις 18/10/2012 στην κυρία Ευαγγελία Κακλειδάκη, στο maga.gr, από το οποίο και αναδημοσιεύεται.

Made in Greece σε 12 Βήματα

Μια σειρά άρθρων μου για το πώς θα χτίσουμε στην Ελλάδα διεθνή brands

Showing posts with label country of origin branding. Show all posts
Showing posts with label country of origin branding. Show all posts

27.1.14

Made in Greece σε 12 βήματα. Βήμα 2: «Όραμα και αποστολή»

Του Γιώργου Αναστασιάδη, δημοσιεύθηκε στο Μarketing Week, τεύχος 1411,  23/04/2013, στήλη Brand Forward

Δύο πράγματα επαναλαμβάνω  στους φοιτητές μου:  Κανείς δεν έχτισε επιτυχημένο brand απλά ακούγοντας τους  καταναλωτές. Και κανένα brand δεν χτίστηκε με αποστολή του να φέρνει απλά οικονομικό κέρδος. Πίσω από κάθε ισχυρό brand υπάρχει ένας brand owner με όραμα. Και μια αποστολή, ένας λόγος ύπαρξης,  που αφορά την κοινωνία.  Brand vision και brand mission ορίζουν όλα τα υπόλοιπα. Την τοποθέτηση στην αγορά, την υπόσχεση του brand, τη σχέση του με κοινωνία, καταναλωτές, εργαζομένους. Το θετικό οικονομικό αποτέλεσμα είναι απόρροια αυτών και της σωστής απόδοσής τους στην αρχιτεκτονική  του brand, την ταυτότητα, την επικοινωνία, την προώθηση, την διανομή.

O  Άκιο Μορίτα ήδη από το 1946, στο περίφημο “Founding Prospectus” περιέγραψε όλα όσα θα ήταν η Sony τις επόμενες δεκαετίες. Οραματιζόταν ένα brand που θα έδειχνε στον κόσμο ότι οι ηττημένοι Ιάπωνες μπορούσαν να ξαναμεγαλουργήσουν. Που θα άλλαζε την εικόνα τους ως καλών αντιγραφέων. Που θα εδινε στους εργαζόμενους την ικανοποίηση της χρήσης της τεχνολογίας και την καινοτομίας για το κοινό καλό.  Ο Calvin Klein ήθελε να αποδείξει ότι η μόδα μπορούσε να είναι, εκτός από Γαλλική ή Ιταλική, και Αμερικανική υπόθεση. Ο «δικός μας» Σπύρος Μεταξάς ήθελε μέσα σε ένα μπουκάλι να μεταφέρει τον ήλιο της χώρας και να αιχμαλωτίσει τη στάση ζωής ενός λαού. Και με διάφορες καινοτομίες δημιούργησε ίσως το απαλότερο καφέ αλκοολούχο ποτό στον κόσμο όταν τα υπόλοιπα «έκαιγαν τον ουρανίσκο».

Ο Akio Morita δεν θα ρωτούσε το κοινό «τι προϊόντα ήθελε γιατί αυτό δεν είχε ιδέα τι μπορούσε να πετύχει η ομάδα μας». Έτσι και ο Henry Ford, ήθελε να φτιάξει, αντί για «ένα πιο γρήγορο άλογο» που θα του ζητούσε το κοινό, ένα αυτοκίνητο τόσο φθηνό που θα μπορούσαν όλοι να το αγοράσουν. Πολύ νωρίς ο Bill Gates οραματίστηκε το PC ως ένα παράθυρο για όλα όσα μας ενδιαφέρουν και θέλουμε να μάθουμε. Ενώ ο Steve Jobs ήθελε να βάλει τον υπολογιστή στα χέρια του καθημερινού ανθρώπου. Η Coco Chanel επέμεινε να μετατρέψει το μαύρο φόρεμα από σύμβολο θρήνου σε ρούχο υψηλής μόδας. Ο Philip H.Knight συνέθεσε το brand blueprint της Nike ήδη από τον καιρό που σπούδαζε στο Stanford: υψηλής ποιότητας running shoes που θα έσπαγαν την κυριαρχία της Adidas χάρη σε φθηνά γιαπωνέζικα εργατικά.


Τα παραδείγματα είναι αμέτρητα. Αν θέλουμε να φτιάξουμε στην Ελλάδα διεθνή brands ας ξεκινήσουμε με όραμα να είναι μεγάλα και χρήσιμα. Υπερήφανοι εκπρόσωποι των δημιουργών τους στο παγκόσμιο χωριό. 


13.1.14

Made in Greece σε 12 βήματα. Βήμα 1: «Επιχειρηματικότητα»

Του Γιώργου Αναστασιάδη, δημοσιεύθηκε στο Μarketing Week, τεύχος 1410,  09/04/2013, στήλη Brand Forward


To πρώτο βήμα για να αρχίσουμε να χτίζουμε στην Ελλάδα περισσότερα διεθνή brands δεν αφορά τον επιχειρηματία ή τον brand manager αλλά το κράτος και το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Τα ισχυρά brands σπάνια προκύπτουν από συλλογικές διαδικασίες μιας επιχείρησης αλλά από start-ups κάποιων οραματιστών με ισχυρό όραμα και συχνά καλή αντίληψη του κοινωνικού ή/και του οικονομικού και τεχνολογικού γίγνεσθαι της εκάστοτε εποχής.

Μέσα στις λίστες με τα ισχυρότερα brands του πλανήτη, λίγα είναι αυτά που δεν γεννήθηκαν από μεμονωμένους επιχειρηματίες. Ας θυμηθούμε τον Henry Ford, τον άνθρωπο που έμαθε την Αμερική να οδηγεί αυτοκίνητο. Ή τον Akio Morita της Sony, τον Michael Dell, τον Steve Jobs, τον Bill Gates, που άλλαξαν την ιστορία των υπολογιστών και του software. Και τον Will Keith Kellogg ή τον Ray Kroc της McDonalds, που δημιούργησαν brands που άλλαξαν τον τρόπο που τρέφεται ο παγκόσμιος πληθυσμός. 


Tον Walt Disney που με το brand του επηρέασε τις αξίες που μεγαλώνουν τα παιδιά στον πλανήτη. Τον Jeff Bezos και τον Mark Zuckerberg που μεσω της Amazon και του Facebook άλλαξαν πολύ περισσότερα από τον τρόπο που χρησιμοποιούμε το διαδίκτυο. Την Anita Roddick του Body Shop ή την Estee Lauder που καθόρισαν την αγορά καλλυντικών. 


Αλλά και μικρότερους, δικούς μας, σαν τον Σπύρο Μεταξά με το διάσημο ποτό του ή τον Γιώργο Κορρέ και το ζεύγος Κουτσιανά της Apivita με τα επιτυχημένα brands φυσικών καλλυντικών. Τα παραδείγματα είναι αμέτρητα. Όλοι αυτοί ξεκίνησαν την προσπάθειά τους, όχι ως μέλη επιχειρήσεων αλλά ως start-ups.


Αλλά ακόμα και στις μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις, κάποια από τα μεγαλύτερα brands δεν γεννήθηκαν από ομάδες αλλά κυρίως από στελέχη τους που είχαν μια καλή ιδέα, που πίστεψαν σε αυτή και που την επέβαλαν στον οργανισμό. Σκεφτείτε ότι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα mega brands της εποχής μας, το Nespresso, ήταν αποτέλεσμα μιας πρωτοβουλίας του Éric Favre, ενός υπαλλήλου της Nestlé. 


Κάποιοι θα αναρωτηθούν γιατί τα γράφω όλα αυτά. Μα για τον απλό λόγο ότι δύσκολα πολλοί τέτοιοι άνθρωποι ξεπηδούν σε κοινωνίες που δεν αγαπούν την επιχειρηματικότητα. Σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας το επιχειρείν είναι συνώνυμο της απάτης ή της εκμετάλλευσης. Οι πολυεθνικές αντιμετωπίζονται ως δυνάστες και ιμπεριαλιστές. 


Μπορούμε να εμφυσήσουμε στην ελληνική κοινωνία το επιχειρείν και τις αξίες του; Ακόμη και αν χρειαστεί να το συμπεριλάβουμε στην εκπαίδευση, στα ΜΜΕ, στις καθημερινές μας συζητήσεις; Η κρίση βοηθά προς αυτή την κατεύθυνση.

29.4.13

Made in Greece σε 12 βήματα


Άρθρο μου που δημοσιεύθηκε στο Μarketing Week, τεύχος 1409,  18/03/2013, στήλη Brand Forward

Ανάγκα και Θεοί πείθονται. Η εγχώρια οικονομική κρίση είχε και ένα πολύ θετικό αποτέλεσμα. Οι ελληνικές επιχειρήσεις και πολλοί νεόκοποι Έλληνες επιχειρηματίες, θέλοντας και μη, στρέφονται στο εξωτερικό ως μια σημαντικά πιο ελπιδοφόρα αγορά για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους από την ελληνική.  

Την τελευταία δεκαετία, παρά τα εμπόδια που έβαζε η γραφειοκρατία του κράτους, παρά τις δυσκολίες που επέφεραν οι διάφορες στρεβλώσεις που υπήρχαν σε ένα σύστημα που ελεγχόταν από το Δημόσιο και τα διάφορα επιχειρηματικά συμφέροντα που διαπλέκονταν μαζί του και μεταξύ τους,  η ελληνική αγορά παρείχε πρόσφορο έδαφος για εύκολη επιχειρηματική δράση. Η ρευστότητα στο σύστημα  ήταν τόσο μεγάλη, οι επιδοτήσεις έρεαν άφθονες και  η κατανάλωση αυξανόταν με τέτοιους ρυθμούς, που δημιούργησαν μυωπικές ελληνικές επιχειρήσεις που μπορούσαν να πωλούν στην ελληνική αγορά  με λίγο κόπο και υψηλά ποσοστά κερδοφορίας χωρίς να κοιτούν το πιο μακρινό μέλλον.  Ελληνικά προϊόντα πωλούντο στην Ελλάδα σε τιμές που δεν  θα μπορούσαν να πωληθούν πουθενά αλλού χωρίς πρώτα να γίνουν πιο ανταγωνιστικά σε θέματα ποιότητας και branding.

Δεν αποτελεί νέο ότι για τις εξαγωγές, η δημιουργία ενός μελετημένου brand αποτελεί σημαντικό εφόδιο. Προ κρίσης δύο μόνο μεγάλα ελληνικά brands, το brand του ελληνικού τουρισμού και το METAXA, είχαν καταφέρει να έχουν πραγματική πολυεθνική υπόσταση. Κάποιες λίγες  μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις, όπως η 3Ε, η Sarantis ή η Chipita έχτιζαν όχι μόνο διεθνή brands αλλά και δομές πολυεθνικής. Και άλλες νεότερες, μικρότερου μεγέθους, όπως η Korres, η Gaea ή η Cocomat έχτιζαν brands με το βλέμμα μονίμως στραμμένο στο εξωτερικό.  Μοιραία η κρίση ήρθε να αλλάξει όλη αυτή την κατάσταση. Οι υπόλοιποι κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν να συνεχίσουν έτσι. Και πολλοί από αυτούς βάλθηκαν να διερευνήσουν τρόπους να περάσουν τα ελληνικά σύνορα. Και αναγκάστηκαν να στραφούν στο branding. Οι περισσότερες από αυτές πασχίζουν φιλότιμα, πολλές όμως ξεχνούν τα βασικά περιορίζοντας  τις πιθανότητες επιτυχίας. Και επειδή οι διεθνείς αγορές δεν συγχωρούν εύκολα τα λάθη, συχνά η κάθε επιχείρηση που θα δοκιμάσει να εισχωρήσει σε άλλη χώρα ανεπιτυχώς δεν θα έχει πολλές ευκαιρίες να επαναλάβει το εγχείρημα.

Έτσι από το επόμενο τεύχος θα αρχίσω να περιγράφω 12 βήματα που πρέπει να ακολουθήσει μια ελληνική επιχείρηση ώστε να χτίσει πιο αποτελεσματικά  για τις διεθνείς αγορές. Ελπίζοντας να συνεισφέρω σε αυτή την ωραία τροπή που φαίνεται να παίρνει η ελληνική επιχειρηματικότητα στους καιρούς της οικονομικής κρίσης. 

21.1.13

Ελλάδα: Μια ισχυρή χώρα προέλευσης για τα brands.



Άρθρο μου από το λεύκωμα Brands4Greece (12/2012)

Είναι προφανές το πόσο σημαντικό πλεονέκτημα για μια επιχείρηση είναι να προέρχεται από μια χώρα που η διεθνής εικόνα της την βοηθά στο χτίσιμο των brands της. Όπως και το πόσο τυχερή είναι κάθε χώρα που έχει επιχειρήσεις που καταφέρνουν μέσα από τα brands τους να αναβαθμίζουν την διεθνή της εικόνα. 

Αυτή η αλληλεπίδραση είναι που κάνει το country of origin branding τόσο ενδιαφέρον. Είναι χαρακτηριστικά τα παραδείγματα της Γερμανίας και της Ιαπωνίας, των οποίων τα nation brands μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αναπτύχθηκαν σε μεγάλο βαθμό και χάρη στα brands των εγχώριων επιχειρήσεων. Ή τα παραδείγματα ανταλλαγής αξιών και αξίας μεταξύ π.χ. Ιταλίας και Ferrari ή Prada, Σουηδίας και ΙΚΕΑ, Η.Π.Α και Disney ή Νike, Γαλλίας και Chanel ή Moët & Chandon, Ν.Κορέας και Samsung, Τσεχίας και Skoda, η λίστα είναι ατελείωτη… Μια σχέση που παραδοσιακά βρίσκει την κορύφωσή της στον τρόπο που αλληλεπιδρούν εθνικά brands με τους «εθνικούς» αερομεταφορείς, με κορυφαίο παράδειγμα την Singapore Airlines και πιο πρόσφατο την Turkish Airlines.

Στην Ελλάδα όμως συναντάμε ένα παράδοξο. Ζούμε σε μια χώρα της οποίας το nation brand προσφέρει τεράστιες δυνατότητες για χτίσιμο ισχυρών brands. Ακόμα και στην περίοδο της μεγάλης οικονομικής κρίσης που ζούμε, η Ελλάδα εμφανίζεται με συνέπεια σε υψηλές θέσεις, δυσανάλογες με το μικρό της μέγεθος, τόσο στις λίστες με τα ισχυρά nation brands, όσο και σε λίστες μέτρησης της ήπιας ισχύος (soft power). Όμως η σημαντική ισχύς και ο μεγάλος πλούτος του ελληνικού nation brand δεν έχουν αξιοποιηθεί παρά ελάχιστα από τις ελληνικές επιχειρήσεις στο branding των προϊόντων τους. Με αποτέλεσμα, πέραν ίσως του METAXA, να μην έχουμε ούτε ένα ελληνικό brand που να πρωταγωνιστεί διεθνώς στην κατηγορία του. Η Ελλάδα χάνει τη μάχη στο branding των προϊόντων της ακόμα και σε παραδοσιακές κατηγορίες αγροτικών προϊόντων όπως το ελαιόλαδο, η φέτα και το γιαούρτι.

Δεν είναι τυχαίο. Σκεφτείτε πόσες φορές σας ζητήθηκε να αναδείξετε την «ελληνικότητα» ενός brand ή να ενσωματώσετε στην ταυτότητά του στοιχεία «σύγχρονης ελληνικότητας». Πόσες άραγε από αυτές τις φορές ήταν σαφές το τι ακριβώς σήμαινε η έννοια «ελληνικότητα»; Πόσο εύκολο ήταν να γίνει μια συζήτηση επί του θέματος στην οποία να υπάρχουν πραγματικές σταθερές που θα την βοηθούσαν να καταλήξει κάπου; Αν και ως κοινωνία έχουμε ξεπεράσει την άκρατη ξενομανία των προηγούμενων δεκαετιών, δεν παύουμε να έχουμε πρόβλημα με τον προσδιορισμό της ταυτότητάς μας. Δεν υπάρχει αυτοπεποίθηση, δεν υπάρχει καθαρή σκέψη, υπάρχει έλλειψη γνώσης και συνείδησης για το ποια είναι τα στοιχεία που μας κάνουν να ξεχωρίζουμε. Όταν ρωτά κανείς τους Έλληνες τι σημαίνει σύγχρονη ελληνικότητα, λαμβάνει τις ίδιες στερεοτυπικές απαντήσεις που θα λάμβανε και πριν 20 χρόνια, όπως αναπαράγονται από την λειψή εγχώρια Παιδεία και τον μονίμως προβληματικό διάλογο που γίνεται στα ΜΜΕ:  Αρχαία Ελλάδα, ήλιος και θάλασσα, ανεμελιά κι έξω καρδιά, Παρθενώνας και σουβλάκι, πολυμήχανο ελληνικό πνεύμα, μεράκι και φιλότιμο. Άντε να προστεθεί και το νεότερο εύρημα της μεσογειακή δίαιτας - που την ανέδειξαν οι ξένοι για χάρη μας.

Κι όμως η απάντηση έχει δοθεί ήδη από την προηγούμενη δεκαετία. Οι εξαιρετικοί Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 προσπάθησαν να αναδείξουν ως κεντρικό διαφοροποιό συστατικό στοιχείο του Ελληνικού nation brand το Ανθρώπινο Μέτρο. Η τεκμηρίωση ήταν εξαιρετική, αλλά δυστυχώς η προσπάθεια εγκαταλείφθηκε αμέσως μετά τους Αγώνες, προτού το αποτέλεσμά τους γίνει κτήμα της ελληνικής κοινωνίας. Αλλά σήμερα όλοι οι κύριες τομείς επιχειρηματικότητας που προκρίνουμε ως δρόμους για την έξοδο από την κρίση - ο τουρισμός, η γεωργία, η ελληνική διατροφή, η παιδεία, η πράσινη ανάπτυξη -  θα είχαν τεράστιο όφελος από την σύνδεσή τους με το Ανθρώπινο Μέτρο. Γι’αυτό το λόγο κάθε φορά που σας ζητείται να εκμεταλλευτείτε  το country of origin για να δημιουργήσετε ένα αποτελεσματικό ελληνικό brand, ξεκινήστε από αυτό.

19.12.11

Το brand το ελληνικό


Του Γιώργου Αναστασιάδη, αναδημοσιεύθηκε από το Μarketing Week, τεύχος 1355, 29/09/2011, στήλη Brand Forward

Τις τελευταίες εβδομάδες αναφέρθηκα σε έλληνες επιχειρηματίες που θεωρώ ότι μέσα από τη δουλειά τους καταφέρνουν να αναδείξουν ενδιαφέρουσες πτυχές  ελληνικότητας και να τις χρησιμοποιούν προς όφελος των brands τους.  Θα μπορούσα να αναφέρω αρκετές ακόμα αντίστοιχες περιπτώσεις και είμαι βέβαιος ότι υπάρχουν και άλλες πολλές που τυχαίνει να μην γνωρίζω. Μακάρι τέτοια παραδείγματα να ενισχυθούν και να πολλαπλασιασθούν ώστε να διαμορφωθεί κάποια στιγμή μια πιο συμπαγής εικόνα του τι σημαίνει για ένα brand η ελληνική καταγωγή .

Στο σημερινό μου σημείωμα επιχειρώ μια σύνοψη εκείνων των χαρακτηριστικών που τα συγκεκριμένα brands χρησιμοποιούν επιτυχώς ώστε μέσα από την καταγωγή τους να ενισχύσουν την εικόνα και την εμπειρία που προσφέρουν.

Καταρχήν προβάλλουν τ ην Ελληνική τους καταγωγή με αυτοπεποίθηση -δεν είναι τυχαίο ότι  επιλέγουν να χρησιμοποιούν ελληνικό  όνομα. Κάποια brands γνωρίζουν ότι αυτή η καταγωγή κουβαλά ισχυρά στερεότυπα που είναι θετικά για την κατηγορία που δραστηριοποιούνται. Και κάποια άλλα ανατρέπουν τα υπάρχοντα στερεότυπα, είτε χρησιμοποιώντας το χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό, είτε ανακαλύπτοντας νέες εκφάνσεις ελληνικότητας που μπορούν να εμπλουτίσουν την εμπειρία που προσφέρουν στους πελάτες τους. Όπως οι αναφορές στην Ελλάδα ως τμήμα της ανατολικής Μεσογείου, τόπου με μοναδική ιστορία και πολυπολιτισμικές επιρροές. Ή οι αναφορές σε υφιστάμενες ιδιότητες, ικανότητες ή χαρακτηριστικά που μέχρι σήμερα δεν συσχετίζονταν άμεσα με την Ελλάδα και που μπορούν να τους προσδώσουν έναν ιδιότυπο εξωτισμό.

Στην ταυτότητα τους η έννοια του Ανθρώπινου Μέτρου είναι εμφανής.  Δεν χρησιμοποιούν υπερβολές. Δεν κρύβουν το πεπερασμένο μέγεθός τους, αντίθετα το προβάλλουν ως πλεονέκτημα. Επιλέγουν να βάλουν στο επίκεντρο τον άνθρωπο-δημιουργό.  Το design είναι απλό. Λιτό, καθαρό, μετρημένο. Όχι αυτό το απλοϊκό που κυριαρχεί τον τελευταίο καιρό και τείνει να κάνει πολλά προϊόντα να μοιάζουν με private labels. Αλλά αυτό που καταφέρνει μέσα από την απλότητά του να έχει βάθος, να δείχνει την γνώση και την παράδοση. Αυτό που με το πέρασμα του χρόνου έχει αποβάλει φλυαρίες και άχρηστα στοιχεία

Αυτά τα brands κατανοούν ότι η επιλογή των συστατικών των προϊόντων τους μπορεί να ενισχύσει σημαντικά την ταυτότητά τους. Έτσι, εμμένουν στη χρήση ελληνικών συστατικών. Κάποιων που είναι ήδη γνωστά  διεθνώς ή άλλων που έχουν τις δυνατότητες να γίνουν στο μέλλον και να αποτελέσουν κεντρικά στοιχεία του branding τους.

Η περίοδος που διανύουμε αποζητά να δούμε τα πράγματα διαφορετικά. Η χρήση της ελληνικής καταγωγής ως συνθετικού ισχυρών brands δεν μπορεί παρά να αποτελέσει ένα πεδίο ενδιαφέρουσας μελέτης και αναζητήσεων. 

25.11.11

Made in Athens


D&G Jewels, John Galliano, Giorgio Armani, Juicy Couture, Katerina Psoma, La Tonkinoise A  Paris… Επτά brands κοσμημάτων που εμφανίζονται στο website της Ιταλικής Vogue ως εκπρόσωποι των νέων διεθνών τάσεων  στη συγκεκριμένη αγορά.

Μια Ελληνίδα λοιπόν, η Κατερίνα Ψωμά, έχει καταφέρει να συγκαταλέγεται στα πιο ενδιαφέροντα ονόματα της παγκόσμιας αγοράς κοσμημάτων. Τα κοσμήματά της κοσμούν τις πιο σημαντικές βιτρίνες avant-garde καταστημάτων, όχι μόνο της Ευρώπης, αλλά και της Νέας Υόρκης, του Ντουμπάι ή του Τόκυο, στο οποίο μάλιστα σημειώνουν μεγάλη επιτυχία και συνεχή επέκταση. Και εμφανίζονται συχνά πυκνά στα πιο εκλεκτικά e-shops, όπως το Luisa Via Roma, το Yoox ή το Styliner. Το brand Katerina Psoma αυξάνει συνεχώς τη διεθνή του αναγνωρισιμότητα  με συνεχείς αναφορές από τα μεγαλύτερα διεθνή περιοδικά του χώρου της μόδας. Μόνο μέσα στο καλοκαίρι που μας πέρασε, οι αναφορές στην Κατερίνα ξεκίνησαν από το βρετανικό Marie Claire μέχρι το ιταλικό Grazia και έφτασαν μέχρι την καναδική Vogue.

Την Κατερίνα τη γνωρίζω αρκετά χρόνια. Αυτό που μου έκανε πάντα εντύπωση σε αυτήν  ήταν η ευκολία με την οποία αντιμετώπιζε ως αγορά της, όχι την Ελλάδα, αλλά το σύνολο του πλανήτη. Ως αυθεντικός πολίτης του κόσμου, είχε πάντα τη φιλοδοξία να χρησιμοποιεί το μοναδικό της ταλέντο για να σχεδιάζει για το παγκόσμιο κοινό, χωρίς να περιορίζεται από τα σύνορα και τις τάσεις της ελληνικής αγοράς. Και γρήγορα κατάφερε να εμφανίζεται σε γεγονότα και εκθέσεις στα οποίες έμπαιναν μόνο οι εκλεκτοί της παγκόσμιας αγοράς, σαν την Premiere Classe και την  Tranoi στο Παρίσι ή το London Fashion Week.

Θα αναρωτιέστε τι έχουν να κάνουν όλα αυτά με την σύγχρονη ελληνικότητα. Κι όμως. Η Κατερίνα είναι μια ελληνίδα που καταλαβαίνει και χρησιμοποιεί αποτελεσματικά τον ιδιαίτερο, «εξωτικό»,  χαρακτήρα που μπορεί να δώσει η χώρα μας, παρά την περιορισμένη έως ανύπαρκτη παράδοση της,  σε ένα δημιουργό μόδας. Τα κοσμήματα Katerina Psoma δεν βασίζονται στις αναγνωρίσιμες, αλλά πολυφορεμένες και στερεοτυπικές, ελληνικές αναφορές. Ούτως ή άλλως ιδιαίτερα,  υποστηρίζονται από την καταγωγή της δημιουργού της, ώστε  να αντιμετωπίζονται από τις γυναίκες σε όλο τον κόσμο, οι οποίες έχουν κουραστεί από την επέλαση του μαζικού branding, ως ακόμα πιο σπάνια και μοναδικά.

Είμαι βέβαιος ότι πολλές ακόμα κατηγορίες της ελληνικής οικονομίας μπορούν να απολαύσουν αντίστοιχη αξία από την, για πολύ κόσμο, «εξωτική» Ελληνική τους καταγωγή. Δεν μένει παρά να βρεθούν πολλοί επιχειρηματίες και δημιουργοί με την σχετική συνείδηση και την εξωστρέφεια της Κατερίνας. 

Του Γιώργου Αναστασιάδη, αναδημοσιεύθηκε από το Μarketing Week, τεύχος 1354, 22/09/2011, στήλη Brand Forward

18.11.11

Αυτονόητα Ελληνικό


Στα τελευταία μου σημειώματα αναφέρομαι σε παραδείγματα επιχειρήσεων που με τις προσπάθειες και την επιτυχία τους δίνουν τον τόνο και συνεισφέρουν στην εξέλιξη μιας νέας εικόνας για τη χώρα. Δεν θα μπορούσα λοιπόν να μην αναφερθώ στο κ. Γιώργο Κορρέ και το ομώνυμο brand καλλυντικών που δημιούργησε.

Ένα brand που ξεκίνησε μόλις το 1996 αλλά πολύ σύντομα κατάφερε να έχει καταστήματα και αναγνωρισιμότητα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Θυμάμαι, λίγο μετά το 2000, φίλους και συναδέλφους από το εξωτερικό να φορτώνονται προϊόντα Korres κάθε φορά που αναχωρούσαν από την Ελλάδα. Και το τότε κυρίαρχο  Wallpaper να αναφέρεται συχνά πυκνά στα ιδιαίτερα καλλυντικά από την Ελλάδα. Έκτοτε η ανάπτυξη συνεχίστηκε με αποτέλεσμα σήμερα η εταιρεία να απολαμβάνει οικονομικών αποτελεσμάτων που ξεπερνούν κατά πολύ τα όρια της μικρής προσωπικής εταιρείας, να απασχολεί 300 ανθρώπους και το 1/3 των πωλήσεων της να προέρχεται από το εξωτερικό.

Παρακολουθώντας τις προσπάθειες του από παλιά, θεωρώ τον κ.Κορρέ ένα από τους πιο αυθεντικούς σύγχρονους έλληνες branders. Εξαρχής ήταν εμφανές το ενδιαφέρον του να δημιουργήσει όχι απλά μια σειρά από ποιοτικά καινοτόμα προϊόντα, αλλά κυρίως ένα πειστικό ελληνικό brand. Να χρησιμοποιήσει την δική του εύγλωττη εκδοχή ελληνικότητας ώστε να καταφέρει να γοητέψει έλληνες και ξένους. Στοχεύοντας να χρησιμοποιήσει την αποδοχή εκτός των συνόρων για να αυξήσει την επιτυχία εντός αυτών και αντίστροφα.

Η ελληνικότητα του brand δεν είναι εμφανής μόνο στην επωνυμία ‘Korres Athens’ άλλα σε κάθε του στοιχείο: Ο Γ.Κορρές εκμεταλλεύεται τους  καρπούς της ελληνικής φύσης για τη δημιουργία πρωτότυπων καλλυντικών προϊόντων. Επιλέγει προσεκτικά τα συστατικά όχι μόνο με κριτήριο την αποτελεσματικότητα αλλά και την έντονα ελληνική τους καταγωγή. Γιατί κατανοεί ότι τα χαρακτηριστικά εγχώρια συστατικά,  όπως για παράδειγμα η μαστίχα, ο κρόκος και το γιαούρτι, έχουν εγγενή δύναμη branding. Επιμένει στο εξαιρετικό design του Γιάννη Κουρούδη που μεταφέρει μια σύγχρονη πλευρά της ελληνικής απλότητας στην οπτική ταυτότητα του brand και ακολούθως στις συκευασίες του και τα κάθε είδους προωθητικά υλικά. Προτιμά τους ταλαντούχους έλληνες για την στελέχωση της εταιρείας του. Ξεκινά τη διαφήμισή του από το εξωτερικό, σε ξένα μέσα, υποστηρίζοντας την ελληνική καταγωγή του brand ως κάτι φυσιολογικό, χωρίς να χρησιμοποιεί τα στοιχεία παρελθοντικού φολκλόρ, χωρίς την αγωνία να βασιστεί στα κυρίαρχα στερεότυπα που θα αφαιρούσαν την πειστικότητα, την επιστημονικότητα, το σύγχρονο και διαφοροποιό στίγμα.

Άλλωστε όπως χαρακτηριστικά έλεγε παλιότερα σε συνέντευξή του σε αυτό το περιοδικό «η ελληνικότητα είναι για μας αυτονόητη δήλωση ύπαρξης». 


Του Γιώργου Αναστασιάδη, αναδημοσιεύθηκε από το Μarketing Week, τεύχος 1350, 25/08/2011, στήλη Brand Forward

25.10.11

«Διεθνώς Γνωστή και Επιβεβλημένη Φίρμα»


Αυτό έγραφε η πινακίδα στο κατάστημα κατεψυγμένων τροφίμων της ΑΦΟΙ Π.ΚΑΛΛΙΜΑΝΗ στο Αίγιο τη δεκαετία του ’60, ώστε να αναδείξει το εύρος των διεθνών συνεργασιών με τους μεγάλους εμπορικούς οίκους της εποχής. Που να φανταζόταν κανείς ότι 50 χρόνια μετά, η εταιρεία θα είχε χτίσει το δικό της ισχυρό brand στο χώρο των κατεψυγμένων αλιευμάτων που θα ανταγωνιζόταν επάξια στην διεθνή αγορά.
Σήμερα η εταιρεία παραμένει αμιγώς ελληνική, απασχολεί 300 ανθρώπους, έχει το δικό της πρότυπο  εργοστάσιο και επιτυγχάνει τζίρους που θα ζήλευαν αρκετές από τις πολυεθνικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας.  Εν μέσω κρίσης, καταφέρνει και δείχνει σημαντική ανάπτυξη ως αποτέλεσμα της πορείας των προϊόντων της εντός και εκτός συνόρων. Και το κυριότερο, προσφέρει βιομηχανική παραγωγή και εξαγωγική δραστηριότητα σε μια περίοδο που η Ελληνική οικονομία τις έχει τεράστια ανάγκη.

Η επιτυχία δεν ήρθε τυχαία. Το όραμα,  η μέθοδος, το ήθος,  η ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού και η καινοτομία είναι βασικά της συστατικά. Όλα τα παραπάνω σε ποσότητες ασυνήθιστες για ελληνική επιχείρηση που ανδρώθηκε στις τελευταίες «παράξενες» δεκαετίες. Όπως και η πίστη στο branding και στην επικοινωνία, σε μια κατηγορία που προ Καλλιμάνη κανείς άλλος δεν επένδυε σε αυτά.  
Αλλά τίποτα δεν θα γινόταν χωρίς την Ελληνική καταγωγή του brand. Γιατί, αλήθεια, μπορεί κανείς να σκεφτεί πολλούς λαούς με την παράδοση και την οικειότητα των Ελλήνων με τα θαλασσινά; Στην αλιεία τους, στο διάλεγμα, στην επεξεργασία και τους τρόπους συντήρησης, και βέβαια στην μετατροπή τους σε λαχταριστά μαγειρεμένα γεύματα και την μετέπειτα απόλαυσή τους. Ή δελεαστικότερες σχετικές εικόνες και εμπειρίες από κάποιες αυθεντικά ελληνικές; Σαν τη μυρωδιά της θαλασσινής αύρας,  το καΐκι και τον ψαρά που ξεμπλέκει τα δίχτυα, τον πιτσιρικά που ψαρεύει στην αποβάθρα. Ή την νησιώτικη κουζίνα που μοσχοβολά, το ουζάκι δίπλα στο κύμα,  το σαγανάκι στο πήλινο ή το μαγείρεμα στο παλιό μαντεμένιο τηγάνι.

Όταν στην αγορά κυριαρχούσαν υποπροϊόντα θαλασσινών, ο Καλλιμάνης έβγαζε αυθεντικά  παναρισμένα φιλέτα ψαριού  και ολόκληρα καλαμαράκια σαν αυτά που έχουμε μάθει να αγαπάμε από παιδιά. Και όταν άλλοι πειραματίζονταν με κοσμοπολίτικες συνταγές ο Καλλιμάνης έκανε gourmet τα αυθεντικά ελληνικά «Πιάτα Ημέρας».
Όταν πολλά στην χώρα γίνονταν πρόχειρα και γρήγορα, στις εγκαταστάσεις στο Αίγιο κυριαρχούσε η μέθοδος, η επιμονή και η υπομονή. Έτσι ώστε σήμερα η επιχείρηση να μπορεί να υπερηφανεύεται ότι συνεισφέρει το δικό της μικρό μερτικό στην διαμόρφωση μιας σύγχρονης  ελληνικής επιχειρηματικής ταυτότητας.  


Του Γιώργου Αναστασιάδη, αναδημοσιεύθηκε από το Μarketing Week, τεύχος 1348, 18/07/2011, στήλη Brand Forward

11.10.11

Touch the Sun


Όταν στο προηγούμενο σημείωμα έγραφα για ελληνικά brands που δίνουν τον τόνο, είχα ήδη στο νου μου το METAXA. Τα ποτά αποτελούν κάποιους από τους πιο αποτελεσματικούς πρεσβευτές χωρών, και στην Ελλάδα έχουμε το ΜΕΤΑΧΑ, τo ελληνικό brand που ταξιδεύει τον Ελληνικό ήλιο στα πέρατα του κόσμου.
Είχα περάσει ένα φεγγάρι από το διεθνές brand management του ΜΕΤΑΧΑ και ακόμα θυμάμαι την έκπληξη και το θαυμασμό που μου είχε δημιουργήσει ο σεβασμός που του έτρεφαν οι ξένοι. Δεν ήταν μόνο οι αριθμοί που έφερναν το brand σε μεγάλες αγορές  ανάμεσα στα top-5 brown spirits, ήταν και η εξαιρετική του εικόνα.  Μπορεί ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπιζε ο κάθε λαός το ΜΕΤΑΧΑ να διέφερε, αλλά σε όλους είχε μια κοινή επίδραση. Τους έφερνε στο νου την αίσθηση και την εμπειρία μιας ωραίας  Ελλάδας. Για τους Γερμανούς και τους Αυστριακούς το METAXA ήταν ο τηλεμεταφορέας στην Ελλάδα της γαλήνης, της ελευθερίας και της ξεγνοιασιάς, του ήλιου και της θάλασσας, του αρχαίου πολιτισμού, ίσως και του φολκλόρ των 70’s του οποίου η λάμψη διαρκεί ακόμα. Για κάποιους άλλους λαούς, κυρίως της ανατολικής Ευρώπης, ήταν το συναίσθημα αισιοδοξίας, ζωντάνιας και χαράς που μπορεί να δώσει ο ελληνικός ήλιος, του στυλ που μπορεί να φέρει μια χώρα της Μεσογείου, της απέραντης θετικής ενέργειας που δημιουργεί η αύρα και η πολυπολιτισμικότητα των καλοκαιρινών μας νησιών. 

Θυμάμαι τους Γερμανούς brand managers να εμφανίζουν στην επικοινωνία του brand φωτογραφίες ερωτευμένων ζευγαριών στην Σαντορίνη να πίνουν το METAXA τους με τη θέα του ηλιοβασιλέματος. Και παράλληλα θυμάμαι τους Σλοβάκους ομόλογούς τους να μιλάνε με ενθουσιασμό για τα «Feel the Sunshine» rave parties όπου χιλιάδες νέοι χόρευαν σε ήχους electro house κρατώντας ένα ηλιοτρόπιο στο ένα χέρι και ένα ΜΕΤΑΧΑ στο άλλο.

Μαθαίνω με ικανοποίηση ότι έκτοτε το brand συνεχίζει και αναπτύσσεται, γεωγραφικά και ποσοτικά.  Και δεν είναι τυχαίο. Είναι ένα brand με ιστορία 130 ετών, με συνταγή που όμοια του δεν υπάρχει στον κόσμο, με καινοτόμο marketing ήδη από τη δεκαετία του 1970. Και κυρίως, ένα brand που όχι μόνο δεν κρύβει, αλλά ξέρει να εκμεταλλεύεται την καταγωγή του, ενισχύοντας  με μοναδικά ελληνικά συστατικά την συνταγή του και με πλούσιες εικόνες και συναισθήματα την εμπειρία που προσφέρει.

Φέτος το καλοκαίρι, όταν σας έρθει η όρεξη  για ένα gin tonic αλλάξτε το με το Suntonic, το METAXA cocktail που θα σας ταξιδέψει σε μια Ελλάδα για την οποία είμαστε χαρούμενοι.

Του Γιώργου Αναστασιάδη, αναδημοσιεύθηκε από το Μarketing Week, τεύχος 1347, 11/07/2011, στήλη Brand Forward

10.10.11

Μια μικρή επανάσταση;


Κακά τα ψέματα. Για τη σημερινή μας κακοδαιμονία δεν φταίνε ούτε οι ξένοι, ούτε οι αγορές. Φταίει που τα τελευταία χρόνια πάψαμε να παράγουμε εξαγώγιμη αξία. Προϊόντα και υπηρεσίες που η ποιότητα και η εικόνα τους να αξίζουν την ζητούμενη τιμή. Μετά από δυο χρόνια σημαντικής αύξησης, οι ελληνικές εξαγωγές ανέρχονται μόλις στο 8,1% του ΑΕΠ όταν ο αντίστοιχος δείκτης για την Πορτογαλία είναι στο 23,5% και για την Ιρλανδία ξεπερνά το 50% (Eurostat/ΣΕΒΕ). Η εξήγηση του φαινομένου είναι απλή.

Το κράτος εξασφάλιζε σημαντικό εισόδημα για μεγάλο τμήμα του πληθυσμού.  Που δεν είχε  κίνητρο να παράξει μεγαλύτερη αξία εφόσον αυτή δεν συνεπάγετο μεγαλύτερη, οποιουδήποτε είδους, ανταμοιβή. Εκατομμύρια έλληνες σε Δημόσιο, επιδοτούμενη γεωργία, κλειστά επαγγέλματα,  κρατικοδίαιτα ΜΜΕ, διαπλεκόμενες με το Κράτος ιδιωτικές επιχειρήσεις, γνώριζαν ότι συχνά η επιπλέον προσπάθεια δεν θα έφερνε επιπλέον αποτέλεσμα, ούτε στους ίδιους ούτε στην επιχείρηση που εργάζονταν. Ποιό το κίνητρο για βελτίωση και εξαγωγές λοιπόν;

Παράλληλα, λόγω του υψηλού και άκοπα αποκτηθέντος εισοδήματος των υπολοίπων, πολλοί που δεν συσχετίζονταν με το Δημόσιο μπορούσαν να αυξήσουν σχετικά άκοπα και το δικό τους. Πωλούντες εύκολα στην εσωτερική αγορά υπηρεσίες και προϊόντα, παραγόμενα ή εισαγόμενα, σε τιμές και ποιότητα που εκείνοι επέλεγαν. Πόσο μάλλον αν αναλογιστούμε ότι στο διαθέσιμο προς κατανάλωση εισόδημα προστίθετο η υπερβολική άνεση δανεισμού.  Εφόσον λοιπόν η εσωτερική αγορά απορροφούσε άκοπα και άκριτα την προσφορά, το κίνητρο για προσπάθειες βελτίωσης της ποιότητας,  της σχέσης αξίας/τιμής και των εξαγωγών ήταν περιορισμένο. 

Όμως επιτέλους κάτι δείχνει να αλλάζει. Παρά τη μεγάλη καθυστέρηση απελευθέρωσης από την σκλαβιά της βολής τους αυτών που απολαμβάνουν τα κρατικά προνόμια , όλο και περισσότεροι συμπατριώτες μας συνειδητοποιούν ότι η στροφή στην προσπάθεια είναι επιβεβλημένη και οι εξαγωγές είναι πιο εύκολες από ό,τι πίστευαν. Σε ποσότητες μάλιστα που κάνουν εφικτή τη μείωση των τιμών. Τρία χρόνια τώρα μας επισκέπτονται συνεχώς, νέοι ή παλιότεροι, μικροί επιχειρηματίες που κοιτάνε μπροστά αναζητώντας την ποιότητα, την καινοτομία, το branding, τις εξαγωγές. Από διάφορες κατηγορίες: Κρασί, μέλι, ελαιόλαδο, φρέσκια μπύρα, αναψυκτικά, καλλυντικά, ακόμα και λουκούμια, υπηρεσίες τεχνολογίας ή προϊόντα υψηλής μόδας. Και οι περισσότεροι επιτυγχάνουν γρήγορα.

Μα φτάνουν αυτοί για να φέρουν το τέλος της κρίσης, θα αναρωτηθείτε. Προφανώς όχι. Πώς να υποκαταστήσουν οι μικροί τους τζίροι το εισόδημα που χάνεται καθημερινά από τις μεγάλες επιχειρήσεις; Οι καλές μέρες θα αργήσουν να ξανάρθουν. Όμως θαρρώ πως η μικρή επανάσταση που ξεκινούν θα μας δείξει το δρόμο μιας υγιέστερης ανάπτυξης  για τις επόμενες δεκαετίες. 

Του Γιώργου Αναστασιάδη, αναδημοσιεύθηκε από το Μarketing Week, τεύχος 1356, 10/10/2011, στήλη Brand Forward

5.9.11

Υποχρέωση.-


Στο προηγούμενο τεύχος έγραφα ότι η Ελλάδα είναι ευνοημένη από αρχαία ιστορία και γεωγραφία, αλλά της λείπουν κάποια χαρακτηριστικά που διευκολύνουν μια διαδικασία nation branding.
Είναι σημαντικό ότι η χώρα μας βρίσκεται σε μια γη σπαρμένη από μνημεία και μνήμες χιλιετηρίδων, πατρίδα προσωπικοτήτων και κοινωνιών ανθρώπων που επηρέασαν τον τρόπο που κινείται και σκέφτεται η ανθρωπότητα. Είναι εξίσου σημαντικό, ότι αυτή η γη αποτελείται από τοπία απαράμιλλης ομορφιάς που ευλογούνται από ένα ιδανικό κλίμα. Και είναι ακόμα πιο σημαντικό, ότι ο υπόλοιπος κόσμος γνωρίζει τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Κάτι που δεν συμβαίνει με τις περισσότερες άλλες χώρες του πλανήτη για τις οποίες -επιτρέψτε μου τον νεολογισμό- ο μέσος παγκόσμιος κάτοικος ξέρει όχι απλά πολύ λιγότερα, αλλά και πολύ λιγότερο ενδιαφέροντα.

Όμως, όσο σημαντικά κι αν είναι τα παραπάνω, υπάρχει ένα στοιχείο που κάνει το εγχείρημα σύνθετο. Ως σχετικά νέο ανεξάρτητο κράτος, ως λαός που στις διάφορες προηγούμενες μορφές του δέχτηκε πάμπολλες επιρροές και έζησε δραστικές αλλαγές, δεν έχουμε κατασταλάξει στο ποιοι ακριβώς είμαστε, τι ακριβώς πιστεύουμε και τι αποζητούμε από το μέλλον. Στον βαθμό που συμβαίνει τουλάχιστον με άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Ο Νίκος Δήμου έγραφε κάποτε: «Είμαστε ένας λαός χωρίς πρόσωπο, χωρίς ταυτότητα. Όχι επειδή δεν έχουμε πρόσωπο, αλλά επειδή δεν τολμάμε να κοιταχτούμε στον καθρέπτη… Έτσι μάθαμε να παίζουμε διάφορους ρόλους: τον “αρχαίο”, τον “ευρωπαίο”... Οπωσδήποτε χρειάζεται αυτογνωσία, αυτοέρευνα και αυτοσυνείδηση. Χρειάζεται απομυθοποίηση και μαζί νέα οροθέτηση. Και κυρίως, χρειάζεται μια νέα παιδεία βασισμένη στην αλήθεια, που θα βοηθήσει να αναδυθεί μέσα από όλα τα ψιμύθια, το πραγματικό πρόσωπο της φυλής». Έκτοτε η Παιδεία έχει κάνει κάποιες, μικρές έστω, προσπάθειες. Ερευνά, προκαλεί στερεότυπα και, ως εκ τούτου, δημιουργεί αντιδράσεις. Αλλά είμαστε ακόμα σε πολύ αρχικό στάδιο και η διαδικασία θα είναι μακρά. Oι ευκαιρίες που δημιουργεί η σημερινή κρίση, με όλα τα φώτα του παγκόσμιου χωριού στραμμένα πάνω μας, δεν μπορούν να περιμένουν.

Είναι επείγον να ξεκινήσουμε να περιγράφουμε και να προβάλλουμε το ελληνικό brand. Στο, σχετικά πιο εύκολο, τουριστικό κομμάτι είναι αξιόλογο που ξεκινά μια δειλή μετατόπιση της σκέψης του κρατικού μηχανισμού από τη διαφήμιση και προώθηση, στο branding. Αλλά στο σύνθετο και ευρύ κομμάτι του nation branding, θα πρέπει να συμμετέχει η κοινωνία. Και εκεί ο ρόλος μας, ως ανθρώπων που ασχολούνται με την ανάλυση της πραγματικότητας και των τάσεων και τη σύνθεσή τους σε νέες ιδέες, οντότητες και αντιλήψεις, είναι πολύτιμη. H Ελλάδα θέλει branding. Ας βάλουμε ένα χεράκι.

Του Γιώργου Αναστασιάδη, αναδημοσιεύθηκε από το Μarketing Week, τεύχος 1344, 20/06/2011, στήλη Brand Forward

25.8.11

H Ελλάδα Θέλει Branding. Μπορεί;


Στο προηγούμενο σημείωμά μου έγραφα ότι «η Ελλάδα θέλει branding». Ελληνικές επιχειρήσεις και προϊόντα. Αλλά και η ίδια η χώρα. Ένα πρόγραμμα Nation Branding, που κατόπιν θα αποτελούσε τη βάση και για πρόγραμμα Country of Origin Branding, θα έδινε ώθηση σε κρίσιμους τομείς όπως ο τουρισμός και οι εξαγωγές, αλλά κυρίως θα συνεισέφερε στην ενδυνάμωση του κοινού οράματος, της κοινής ταυτότητας, των κοινών προτεραιοτήτων των κατοίκων της χώρας. Θα γινόταν πυξίδα, θα έστρεφε την εγχώρια δραστηριότητα και συμπεριφορά, προς μια κοινή κατεύθυνση.
Αλλά για να υιοθετήσει μια χώρα ένα πρόγραμμα Nation Branding πρέπει πρώτα να υπάρξει μια συμφωνία όσον αφορά στο τι αυτή σημαίνει και τι πρεσβεύει ανάμεσα σε όλες τις άλλες στο παγκόσμιο χωριό. Και προφανώς αυτό δεν είναι εύκολο. Απαιτεί από έναν ολόκληρο λαό, ή έστω τη μεγάλη πλειοψηφία του, να κατανοήσει τη χώρα του σε σχέση με ιστορία και παράδοση, γεωγραφία, τοπογραφία και πλουτοπαραγωγικές πηγές, αλλά κυρίως να κοιταχτεί στον καθρέφτη και να αποδεχθεί τα θετικά και τα αρνητικά του και να κατανοήσει τα θέλω και τα πιστεύω του, τις αξίες και τα ιδανικά του, τα στοιχεία εκείνα που επηρεάζουν στάσεις και αντιλήψεις, δράσεις και συμπεριφορές. Αλλιώς η οποιαδήποτε προσπάθεια Nation Branding θα υποσκάπτεται από την ίδια την κοινωνία της χώρας.

Για αυτούς τους λόγους, τα επιτυχή παραδείγματα Nation Branding έχουν να κάνουν με συγκεκριμένες χώρες. Κάποιες που ορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τα γεωγραφικά τους χαρακτηριστικά και το περιορισμένο μέγεθος του πληθυσμού τους, όπως η Νέα Ζηλανδία, η Ισλανδία, η Σιγκαπούρη και η Αυστραλία. Κάποιες άλλες που έχουν μακρά, συνεχή και συνεπή ιστορία, όπως οι μεγάλες χώρες της δυτικής Ευρώπης και της Σκανδιναβίας, όπου θέματα αξιών και ταυτότητας έχουν κατασταλάξει σε σημαντικό βαθμό. Κάποιες χώρες που ξεκινούν από κάποιου είδους tabula rasa, όπως η νέα Αμερική των εποίκων, η μετά-απαρτχάιντ Νότια Αφρική. Και τέλος, κάποιες άλλες χώρες που επανεκκίνησαν μετά από μια κρίση ταυτότητας όπως η Γερμανία και η Ιαπωνία μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ή κάποιες χώρες της πρώην ΕΣΣΔ, μετά την πτώση του Τείχους.

Αντίθετα, η Ελλάδα δεν έχει τέτοια χαρακτηριστικά. Υποστηρίζεται μεν από γεωγραφία και αρχαία ιστορία αλλά δεν παύει να είναι ένα σχετικά νέο ανεξάρτητο κράτος και οι πολλές αλλαγές κατά τη διάρκεια των αιώνων κάνουν το εγχείρημα να γίνεται πιο σύνθετο. Αλλά ακριβώς εκεί βρίσκεται και η μεγάλη πρόκληση. Και η παρούσα κρίση ίσως δημιουργεί μια μεγάλη ευκαιρία. Θα συνεχίσω την επόμενη εβδομάδα.

Του Γιώργου Αναστασιάδη, αναδημοσιεύθηκε από το Μarketing Week, τεύχος 1343, 16/06/2011, στήλη Brand Forward

24.8.11

Η Ελλάδα θέλει branding


Στη δεκαετία του ‘80 υπήρξε διεθνώς η μαζική συνειδητοποίηση των μεγάλων επιχειρήσεων ότι έπρεπε να εγκαταλείψουν την απλή παραγωγή αγαθών και να κάνουν το βήμα προς το Μάρκετινγκ και το Βranding. Αυτή η επιχειρηματική αλλαγή, ήταν και μια από τις κύριες πηγές της επιτάχυνσης των ρυθμών της παγκόσμιας ανάπτυξης, αλλά και κάποιων δυσλειτουργιών που παρατηρήθηκαν έκτοτε.
Η χώρα μας έλαβε μέρος σε αυτήν την «επανάσταση» μόνο ως καταναλωτής. Οι Έλληνες, όπως και οι υπόλοιποι λαοί, υπήρξαμε φανατικοί καταναλωτές των brands αλλά σε αντίθεση με τους περισσότερους ευρωπαίους, δεν ασχοληθήκαμε με τη δημιουργία τους. Οι πολυεθνικές εταιρείες που δραστηριοποιούνταν στη χώρα μας, υιοθέτησαν άμεσα αυτήν την αλλαγή και άρχισαν να επενδύουν στην ανάπτυξη και την εξέλιξη των brands τους, ενώ αντίθετα οι ελληνικές επιχειρήσεις άργησαν πολύ να πάρουν είδηση τι συμβαίνει. Αλλά και σε επίπεδο nation branding, οι περισσότερες από τις ευρωπαϊκές χώρες εξέλισσαν τα εθνικά τους brands και μας προσκαλούσαν να τα απολαύσουμε όταν εμείς επιμέναμε να διαφημίζουμε το, εξαιρετικό κάποτε αλλά πεπαλαιωμένο πλέον, «τουριστικό» brand των ‘60s.


Έτσι, καταλήξαμε στη σημερινή κατάσταση όπου παράγουμε πολύ μικρότερο branded value, από αυτό που καταναλώνουμε. Και σε έναν κόσμο που το branded value αποτελεί το μεγαλύτερο ποσοστό της παγκόσμιας χρηματιστηριακής αξίας, φτάσαμε νομοτελειακά στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Δείτε άλλωστε και ποιες είναι οι χώρες που μας ακολουθούν στον κατήφορο. Πόσα brands της Ιρλανδίας γνωρίζετε (εκτός ίσως της μαύρης απολαυστικής Guinness με τον πυκνό κρεμώδη αφρό); Πόσα πράγματα γνωρίζετε για το εθνικό τους brand; Αντίστοιχα, γνωρίζετε κάποιο πορτογαλικό brand (πέραν ίσως των γευστικότατων γλυκών κρασιών porto); Γνωρίζετε πολλά για τη συγκεκριμένη χώρα;


Και για να μην παρεξηγηθώ, να εξηγήσω πως δεν λέω ότι θέματα που έχουν να κάνουν με την εθνική μας ιδιοσυγκρασία, την έλλειψη αυτογνωσίας, τη συναισθηματική υπερβολή σε βάρος της λογικής σκέψης, την ανοργανωσιά και την έλλειψη προγραμματισμού που συχνά συναντάμε στο λαό μας, δεν συντέλεσαν στη σημερινή εθνική οικονομική κρίση. Αλλά για όποιον θέλει να το δει ψύχραιμα, από τους λόγους που συνδέονται με την επιχειρηματικότητα και μας οδήγησαν ως εδώ, ο σημαντικότερος ήταν η έλλειψη branding. Άλλωστε, κάποια πράγματα είναι αλληλένδετα: το branding μπορεί να στοχεύει στο συναίσθημα αλλά χτίζεται μόνο μέσα από τη λογική, τη μέθοδο, τον προγραμματισμό και πάνω από όλα, την αυτογνωσία.


Ακούγεται απλό, αλλά όσο πιο γρήγορα κατανοήσουμε το πόσο έχει συμβάλλει στη σημερινή κατάσταση της χώρας η έλλειψη branding, τόσο πιο γρήγορη θα γίνει και η επιστροφή μας στις αναπτυσσόμενες οικονομίες





Του Γιώργου Αναστασιάδη, αναδημοσιεύθηκε από το Μarketing Week, τεύχος 1342, 09/06/2011, στήλη Brand Forward


10.1.11

Greece: 100% Humane

Στα προηγούμενα σημειώματα, εξήγησα σε συντομία γιατί τα εγχώρια χαρακτηριστικά και οι διεθνείς συνθήκες επιτρέπουν ώστε το Brand Greece να χτιστεί γύρω από το «Ανθρώπινο Μέτρο». Αλλά τι θα έπρεπε να συμβεί για να λάβει υπόσταση ένα τέτοιο brand και ποια οφέλη θα προέκυπταν;


Καταρχήν θα έπρεπε να επιλέξουμε τους πυλώνες πάνω στους οποίους θα χτίζαμε την υπόσχεση της χώρας μας στο παγκόσμιο χωριό, ως η χώρα του «Ανθρώπινου Μέτρου». Και οι πυλώνες αυτοί θα έπρεπε με τη σειρά τους να βασίζονται σε συγκεκριμένα ελληνικά χαρακτηριστικά τα οποία θα οφείλαμε να αναδείξουμε περαιτέρω σε ανταγωνιστικά μας πλεονεκτήματα. Με βάση τη μελέτη μου, είναι τέσσερις οι πλέον δόκιμοι πυλώνες:

• Η περιβαλλοντική ανάπτυξη, με στόχο αφενός την αειφορία και αφετέρου τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος που θα ευνοεί και θα εμπνέει την ανάπτυξη του ανθρώπου. Βασιζόμενη στο εξαιρετικό ελληνικό κλίμα και στην ελληνική φύση.

• Η έμφαση στην παιδεία, ειδικά αυτή που αφορά σε ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες, και στο ιδιαίτερο μίγμα ανατολικού και δυτικού πολιτισμού. Βασισμένη στη φήμη και την κληρονομιά της κλασικής αρχαιότητας, αλλά και τις επιδράσεις όσων πέρασαν από τον τόπο στη διάρκεια των αιώνων.

• Η επιχειρηματικότητα μετρημένης κλίμακας, ανθρωπιστικής στόχευσης και έντασης γνώσης και καινοτομίας. Βασισμένη στην ήδη υπάρχουσα κουλτούρα μικρομεσαίας επιχείρησης και το πάλαι ποτέ ονομαστό ελληνικό επιχειρηματικό δαιμόνιο.

• Η φιλική προς τον άνθρωπο και το περιβάλλον αγροτική ανάπτυξη και τα αντίστοιχα προϊόντα της και στη συνέχεια, η ανάλογη ανάδειξη της ελληνικής διατροφής. Βασισμένη στην παράδοσή μας, το κλίμα και το φυσικό περιβάλλον μας αλλά και στην κουλτούρα μεσογειακής διατροφής, που αναπτύσσεται διεθνώς.


Τα παραπάνω δημιουργούν ένα μίγμα το οποίο δεν είναι απλά ενδιαφέρον, αλλά δίνει ένα πραγματικά διαφορετικό στίγμα σε μια αναπτυγμένη χώρα. Βελτιώνει την καθημερινή ποιότητα ζωής των κατοίκων. Φέρνει μεγάλη πρόσθετη αξία όχι μόνο σε συγκεκριμένα ελληνικά προϊόντα, αλλά και σε ολόκληρους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας. Δίνει στους Έλληνες το ρόλο του οικοδεσπότη και δημιουργεί ερείσματα για εξειδικευμένες μορφές τουρισμού. Προσκαλεί ανθρώπους που αναζητούν την προσωπική ή την επιχειρηματική τους ανάπτυξη. Δημιουργεί ευκαιρίες για την ανάπτυξη του αθλητισμού, των τεχνών, της πνευματικής δημιουργίας.

Όνειρα θερινής νυκτός στη μέση του χειμώνα, θα πείτε κάποιοι. Ίσως συμφωνώ, αλλά σκεφτείτε ότι κανένα μεγάλο brand δεν χτίστηκε από τη μια μέρα στην άλλη. Πριν αρκετά χρόνια η Ν. Ζηλανδία έχτισε το «100% Pure» και τα οφέλη ήταν τεράστια. Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να σκεφτούμε το «100% Humane».

Του Γιώργου Αναστασιάδη, αναδημοσιεύθηκε από το Μarketing Week, τεύχος 1319, 23/12/2010, στήλη Brand Forward











7.1.11

Ανθρώπινο Mέτρο στο Παγκόσμιο Χωριό

Την περασμένη εβδομάδα, στην προσπάθεια υποστήριξης της έννοιας του «Ανθρώπινου Μέτρου» ως θεμιτού πυρήνα ενός ισχυρού Brand Greece, επεσήμανα κάποιους από τους λόγους για τους οποίους αυτό συμβαδίζει με τα θέλω και την αλήθεια των βασικών μετόχων του brand, των κατοίκων της χώρας. Στο σημερινό άρθρο θα προσπαθήσω να εξηγήσω γιατί αυτό συμβαδίζει και με το παγκόσμιο γίγνεσθαι.

Διαβάζοντας κανείς κάποια από τα δεκάδες reports παγκόσμιων τάσεων που κυκλοφορούν καθημερινά, δεν μπορεί παρά να βρεθεί αντιμέτωπος με μια νέα ξεκάθαρη τάση, η οποία αν και δεν μπορεί ακόμα να θεωρηθεί καθολική, αφορά σε μεγάλο τμήμα του δυτικού πληθυσμού. Την τάση για επιστροφή σε πιο φιλικά προς τον άνθρωπο μοντέλα διαβίωσης, στο διαχειρίσιμο μέγεθος, στη βιώσιμη ανάπτυξη. Η ανάγκη για πέρασμα από τη σημερινή φάση της υπερανάπτυξης και υπερκατανάλωσης σε μια νέα μορφή βιώσιμου πολιτισμού και αειφορίας είναι πλέον αντικείμενο διερεύνησης, όχι μόνο της κοινωνιολογίας και της οικολογίας, αλλά και της πολιτικής, της οικονομικής επιστήμης, των θρησκειών, ακόμα και της εμπορικής και επιχειρηματικής δραστηριότητας.

Η συγκεκριμένη τάση, εκτός από το πεπερασμένο μέγεθος του πλανήτη και το οικολογικό αδιέξοδο που αυτό συνεπάγεται, τροφοδοτείται και από δυο ακόμη παράγοντες: Από την σταδιακή συνειδητοποίηση μεγάλου μέρους του αναπτυγμένου τμήματος του παγκόσμιου πληθυσμού ότι η υπερκατανάλωση δεν οδηγεί σε αντίστοιχη αύξηση της ευημερίας. Και από την αυξημένη γνωστοποίηση μέσω της παγκοσμιοποίησης του δραματικού βιοτικού επιπέδου του αναπτυσσόμενου κόσμου και την ανάγκη συλλογικότητας, που αυτή συνεπάγεται. Σε αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε και την οικονομική κρίση που επιταχύνει τις εξελίξεις.

Διεθνώς είναι λίγες οι χώρες οι οποίες έχουν δημιουργήσει το κατάλληλο στίγμα ώστε να τοποθετηθούν αποτελεσματικά και να εκμεταλλευτούν επαρκώς ένα τέτοιο περιβάλλον. Και είναι ακόμα λιγότερες αυτές που έχουν τα πλεονεκτήματα της γεωγραφικής θέσης και τοπογραφίας, του κλίματος, της συγκεκριμένης αρχαίας ιστορίας και πολιτισμού, της μεσογειακής διατροφής, του μικρού μεγέθους επιχειρήσεων και της ατομικής επιχειρηματικότητας που έχει η χώρα μας. Για αυτόν το λόγο η τοποθέτηση του Brand Greece με βάση το Ανθρώπινο Μέτρο θα λειτουργούσε τόσο εσωτερικά, όσο και εξωτερικά. Η απόπειρα που έγινε με τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 απέτυχε σε μεγάλο βαθμό επειδή προηγείτο της εποχής της, οι συνθήκες δεν είχαν κατασταλάξει. Αυτός ήταν και ο λόγος που από τις τέσσερις αξίες που είχαν προταθεί από την Οργανωτική Επιτροπή, το Ανθρώπινο Μέτρο ήταν αυτό που προβλήθηκε λιγότερο και ξεχάστηκε αμέσως μετά.

Όμως σήμερα αποτελεί μια μεγάλη ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί.

Του Γιώργου Αναστασιάδη, αναδημοσιεύθηκε από το Μarketing Week, τεύχος 1318, 16/12/2010, στήλη Brand Forward

13.12.10

Brand New Greece

Είναι νόμος στο branding. Κανένα brand δεν εξάντλησε το δυναμικό του, ούτε επιβίωσε μακροπρόθεσμα, ακούγοντας απλά τους καταναλωτές. Οι τελευταίοι, έχουν μεν απαιτήσεις από αυτό, αλλά δεν γνωρίζουν τις δυνατότητές του ενώ υπάρχουν και ανταγωνιστικά brands που μπορούν να τους ικανοποιήσουν. Όσο σίγουρος δρόμος αποτυχίας είναι το να μην ακούς τους καταναλωτές, άλλο τόσο δεν οδηγεί πουθενά το να μην υπάρχει το όραμα και η πρωτοβουλία του ιδιοκτήτη στη διαμόρφωση και την εξέλιξη του brand. Και αυτό δεν ισχύει μόνο στα εμπορικά brands. Ισχύει ακόμη περισσότερο στο nation branding.

Η ισχύουσα σύνθεση του σημερινού "Brand Greece" έχει διαμορφωθεί σε μεγάλο βαθμό από ξένους χωρίς το δικό μας όραμα και σχεδιασμό: Φυσιολογικά, επέλεξαν στερεοτυπικά στοιχεία που τους φαίνονταν ενδιαφέροντα και «εξωτικά» όπως ο αρχαίος πολιτισμός, η μυθολογία, η γεωγραφική θέση, η μορφολογία και το κλίμα και μια μετάφραση της ελληνικής ιδιοσυγκρασίας, τύπου Αλέξη Ζορμπά. Έκτοτε, εμείς βασιστήκαμε σε αυτήν την εικόνα χωρίς τον ανάλογο εμπλουτισμό και εμβάθυνση, χωρίς την αποφασιστικότητα που θα έχτιζε ένα ξεκάθαρο στίγμα εντός και εκτός της χώρας.

Η έλλειψη συλλογικής γνώσης για σημαντικά κομμάτια της σύγχρονης ιστορίας μας επέτεινε το πρόβλημα. Η παγκοσμιοποίηση μας επηρέασε περαιτέρω ξεθωριάζοντας κάποια από τα στοιχεία που προανέφερα. Ζούσαμε όλο και περισσότερο όπως και οι υπόλοιποι συγκάτοικοί μας στο παγκόσμιο χωριό, οι γωνίες εξομαλύνονταν και η παγκόσμια μεταφορά της πληροφορίας ανέδειξε πολλά ουδέτερα ή και αρνητικά στοιχεία, μειώνοντας τον όποιο «εξωτισμό» έφερε το brand Greece για Έλληνες και ξένους, την όποια πιθανότητα να γίνει «lovebrand».

Σήμερα η «συνειδητοποίηση» και το «reset» που απαιτεί από Έλληνες και ξένους η οικονομική κρίση και οι δυνατότητες που προσφέρει η παγκοσμιοποίηση για γρήγορη μεταστροφή της εικόνας μιας χώρας, δημιουργούν ιδανικές προϋποθέσεις ώστε, ως ιδιοκτήτες του, να επανεξετάσουμε τη σύνθεση του brand Greece και να το επανατοποθετήσουμε σε Ελλάδα και εξωτερικό. Για να αξιοποιηθεί αυτή η ευκαιρία, πρώτο ζητούμενο είναι να αποστάξουμε ελληνική ιστορία, τοπογραφία, κουλτούρα, και συλλογικό υποσυνείδητο ώστε να επιλέξουμε τον πυρήνα γύρω από τον οποίο θα συνθέσουμε το νέο ελληνικό brand. Όσο απαιτητική μπορεί να φαίνεται μια τέτοια διαδικασία, η προσεκτική ανάλυση και η κοινή λογική οδηγεί σε μια μεγάλη ελληνική αξία που προσπαθήσαμε να επαναφέρουμε με τους Ολυμπιακούς Αγώνες 2004 και χάθηκε στην πορεία: το «Ανθρώπινο Μέτρο». Ταιριαστό τόσο με την Ελλάδα και τους Έλληνες όσο και με τις ανάγκες του παγκόσμιου γίγνεσθαι.

Αλλά, θα εξηγήσω αυτήν μου τη θέση στο επόμενο άρθρο.




Του Γιώργου Αναστασιάδη, αναδημοσιεύθηκε από το Μarketing Week, τεύχος 1316, 06/12/2010, στήλη Brand Forward

5.12.10

Brands και ελληνικότητα

Πόσες και πόσες φορές δεν σας ζητήθηκε να αναδείξετε την ελληνικότητα ενός brand. Ή να ενσωματώσετε στην ταυτότητά του στοιχεία ελληνικότητας. Και είμαι βέβαιος ότι επανειλημμένα έχετε δει τη φράση «σύγχρονη ελληνικότητα» σε brief.


Έχω δει αυθεντικά ελληνικά brands ή προϊόντα, να απαρνιόνται την ταυτότητά τους και να προσπαθούν να γίνουν κοσμοπολίτικα είτε κυνηγώντας τον «πολυεθνικό» ηγέτη της κατηγορίας, είτε νομίζοντας ότι θα μιλήσουν σε ευρύτερα ή πιο νεανικά κοινά. Το πρόβλημα με τα συγκεκριμένα brands ήταν ότι έπαψαν να είναι περήφανα για την καταγωγή τους.

Έχω δει και brands που, ενώ είχαν μια αυθεντική ελληνικότητα στο μίγμα τους, προσπάθησαν να εισάγουν στοιχεία μιας «σύγχρονης ελληνικότητας». Και στην αναζήτηση αυτών των στοιχείων, «μπόλιασαν» το brand τους με στοιχεία και κώδικες που μπορεί να θεωρούνται σύγχρονα αλλά στην πραγματικότητα είναι παγκόσμια, δεν είναι ελληνικά. Σε αυτήν την περίπτωση το πρόβλημα δεν ήταν η έλλειψη περηφάνιας, η δυσκολία αποσαφήνισης του αν υπάρχει κάτι που μπορεί να οριστεί ως σύγχρονη ελληνικότητα και ποια είναι τα στοιχεία που την απαρτίζουν.

Και στις δύο περιπτώσεις, το συχνότερο αποτέλεσμα ήταν ότι τα brands έχασαν το στίγμα τους. «Κάηκαν» σύντομα ή είχαν μια βραχυπρόθεσμη επιτυχία ακουμπώντας μια ευαίσθητη χορδή της εποχής αλλά όταν η εποχή πέρασε, ξεπεράστηκαν και αυτά μαζί της.

Η λύση δεν είναι απλή. Αν και ως κοινωνία έχουμε ξεπεράσει την άκρατη ξενομανία της δεκαετίας του ‘80, δεν παύουμε να έχουμε πρόβλημα με τον ορισμό της ταυτότητάς μας. Δεν υπάρχει αυτοπεποίθηση, δεν υπάρχει καθαρή σκέψη, υπάρχει έλλειψη συνείδησης για το ποια είναι τα στοιχεία που μας κάνουν να ξεχωρίζουν. Προσθέστε σε αυτά και τη χαμένη ευκαιρία των εξαιρετικών Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 καθώς και όσα μας έφεραν στην οικονομική κρίση για να διαπιστώσετε τη δυσκολία του προβλήματος. Όταν ρωτά κανείς τους νεοέλληνες τι σημαίνει «καλή» σύγχρονη ελληνικότητα, λαμβάνει τις ίδιες στερεοτυπικές απαντήσεις που θα λάμβανε και πριν 20 χρόνια. Ήλιος και θάλασσα, ανεμελιά κι έξω καρδιά, Παρθενώνας και σουβλάκι, λίγο λιγότερο πολυμήχανο ελληνικό πνεύμα, λίγο λιγότερο μεράκι και φιλότιμο, λίγο λιγότερη πατρίδα, θρησκεία και οικογένεια. Άντε να προστεθεί και το νεότερο εύρημα της μεσογειακή δίαιτας - που την ανέδειξαν οι ξένοι για χάρη μας...

Επειδή λοιπόν η έννοια του «country of origin», εκτός από αγαπημένο μου θέμα αναζήτησης, αποτελεί και ένα από τα πιο ικανά στοιχεία ενδυνάμωσης και διαφοροποίησης brands και οικονομιών στον σύγχρονο κόσμο, θα αποτελέσει το θέμα που θα καταπιαστώ στα άρθρα μου τις επόμενες εβδομάδες.


Του Γιώργου Αναστασιάδη, αναδημοσιεύθηκε από το Μarketing Week, τεύχος 1315, 29/11/2010, στήλη Brand Forward.